Ήταν ένα πρωινό του Ιανουαρίου του 1996. Είχε προηγηθεί γενική εφημερία και η Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική στον πέμπτο όροφο του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου ήταν ασφυκτικά γεμάτη με ασθενείς, νοσηλευτές και ιατρούς. Στον διάδρομο της κλινικής περίπου είκοσι ράντζα φιλοξενούσαν καρδιολογικούς ασθενείς που είχαν εισαχθεί το προηγούμενο βράδυ και περίμεναν να γίνουν τα πρωινά εξιτήρια προκειμένου να μπουν σε κάποιο από τα δωμάτια του ορόφου. Οι ειδικευόμενοι καρδιολόγοι είχαν ήδη κάνει τις πρωινές αιμοληψίες, είχαν γράψει τα παραπεμπτικά, εξετάσει τους ασθενείς και ενημερώσει τους επιμελητές των θαλάμων για τα πιο σοβαρά από τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν: ανάμεσά τους κι εγώ, νέος ειδικευόμενος εδώ και λίγες ημέρες, προσπαθούσα να βρω τα πατήματά μου και να προσαρμοστώ στις νέες μου υποχρεώσεις, στην καθημερινή ρουτίνα της κλινικής. Ο Διευθυντής της Πανεπιστημιακής Κλινικής ήταν ο Παύλος Τούτουζας, ο πλέον αναγνωρίσιμος και σεβαστός Καθηγητής εκείνη την εποχή και κάθε ειδικευόμενος καρδιολόγος είχε το όνειρο να εκπαιδευτεί κοντά του. Μέχρι εκείνη την ημέρα δεν είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του και ούτε βέβαια υποπτευόμουν ότι αυτό θα γινόταν κατά τη διάρκεια εκείνης της πρωινής επίσκεψής του στην κλινική. Και η επίσκεψη ξεκίνησε, πρώτος αυτός με την προϊσταμένη δίπλα του, αναπληρωτές, επίκουροι καθηγητές, λέκτορες και επιμελητές να ακολουθούν, οι ειδικευόμενοι να παρουσιάζουν τους ασθενείς, ο Καθηγητής να τους εξετάζει, να συζητάει τα προβλήματά τους, να συμβουλεύει. Ανάμεσα σε όλους, σε μια άκρη, κι εγώ να αρπάζω λαίμαργα κάθε καινούργια πληροφορία και ξαφνικά το βλέμμα του καρφώνεται στο δικό μου, διακόπτει αυτό που έλεγε και μου απευθύνει το λόγο:
«Εσύ…σε ποιο θέμα θέλεις να κάνεις τη διατριβή σου; Να δεις όλες τις ομάδες, να ρωτήσεις τα ερευνητικά πρωτόκολλα και να έρθεις στο γραφείο μου να μου πεις τι αποφάσισες!!!»
Και τα χρόνια πέρασαν, ο νέος ειδικευόμενος πάλιωσε, ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή στο θέμα που ο ίδιος διάλεξε και αφού έγραψε το γενικό της μέρος, το έστειλε προς δημοσίευση σε ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή ιατρικά περιοδικά, το Atherosclerosis. Τα νέα της αποδοχής έφτασαν στην κλινική και να’ μαστε πάλι στην πρωινή επίσκεψη με όλο το επιτελείο γύρω από τον Καθηγητή κι εγώ εκεί αλλά λίγο πιο μπροστά πια, λίγο λιγότερο σκυφτός και κρυμμένος. Και το βλέμμα του συναντά πάλι το δικό μου, το πρόσωπό του φωτίζεται, χαμογελά και γεμάτος ικανοποίηση και υπερηφάνεια αναγγέλλει σε όλους τη μεγάλη μου επιτυχία. Αυτό το χαμόγελο το είχα δει μέχρι τότε μόνο στο πρόσωπο του πατέρα μου και το αναγνώρισα αμέσως. Αυτό το πατρικό χαμόγελο, αυτήν την αγκαλιά ο καθηγητής μου, ο Παύλος Τούτουζας, τα χάριζε απλόχερα σε όλους τους μαθητές του, σε όλους τους καρδιολόγους που είχαμε την τύχη να βρεθούμε και να μεγαλώσουμε δίπλα του. Δεν είναι τυχαίες όλες αυτές οι αναρτήσεις που έχουμε δει στα κοινωνικά δίκτυα αυτές τις ημέρες, οι αναφορές που έχουμε ακούσει από ομιλητές καρδιολόγους σε κάθε συνέδριο, αυτά που έχουμε διαβάσει σε όλα τα επιστημονικά περιοδικά αλλά και τις εφημερίδες: «έφυγε» ο Καθηγητής μας, «έφυγε» ο πνευματικός μας πατέρας, ο άνθρωπος που μας μύησε στην Καρδιολογία.
Ο Παύλος Τούτουζας ήταν αυτός που τη δεκαετία του ’80, μετά την ανάληψη της διεύθυνσης της Πανεπιστημιακής κλινικής στο Ιπποκράτειο, έβαλε τα θεμέλια για την προβολή της Ελληνικής Καρδιολογίας στο εξωτερικό. Με όπλο τις παραστάσεις από την περίοδο που πέρασε στο νοσοκομείο Hammersmith στο Λονδίνο και βασικά με την επιμονή και εξυπνάδα που τον χαρακτήριζε, εξέλιξε την κλινική αυτή σε ένα χώρο φιλόξενο για νέους ιατρούς-ερευνητές και οι καρποί αυτής της προσπάθειας δεν άργησαν να εμφανιστούν: από το 1994 στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο της Αθήνας ερχόταν πρώτο σε ανακοινώσεις από όλα τα νοσοκομεία της Ευρώπης, ξεπερνώντας τα μεγαλύτερα ερευνητικά κέντρα και νοσοκομεία του Λονδίνου, του Παρισιού και του Βερολίνου. Ο καθηγητής περπατούσε στους χώρους του συνεδρίου και δεχόταν το γεμάτο σεβασμό χαιρετισμό από όλους τους Προέδρους των Εθνικών Καρδιολογικών Εταιρειών της Ευρώπης. Ο καθηγητής Γεώργιος Τσιτούρης είχε χαρακτηριστικά γράψει «Εμείς οι παλιοί των 10ετιών του ’50 και του ’60 φέραμε την καρδιολογία στην Ελλάδα. Κι εσύ Παύλο, έβγαλες, αργότερα, την ελληνική καρδιολογία στην Ευρώπη και την Αμερική». Ένας αγωνιστής προερχόμενος από μια αγροτική οικογένεια της Θήβας, με μόνη βοήθεια μερικά σακιά με πατάτες χάρη στα οποία πέρασε από την πρώτη στη δευτέρα Γυμνασίου και τη φιλοξενία ενός θείου του στα χρόνια των σπουδών του στην Ιατρική Αθηνών, οπλισμένος με ευφυία και θράσος, έμαθε μόνος του αγγλικά από συγγράμματα και εφημερίδες και το 1980 οργάνωσε με τεράστια επιτυχία το πρώτο Διεθνές Καρδιολογικό Συνέδριο στην Αθήνα!
Ένα άλλο σημαντικό επίτευγμα του καθηγητή Παύλου Τούτουζα είναι το Ελληνικό Ίδρυμα Καρδιολογίας, το οποίο ιδρύθηκε το 1991 με την οικονομική βοήθεια του πρώτου προέδρου του, εφοπλιστή Λουκά Χατζηωάννου. Η κύρια αποστολή του ιδρύματος αυτού είναι η ενημέρωση του κοινού για τους παράγοντες κινδύνου με στόχο την πρόληψη των παθήσεων του καρδιαγγειακού συστήματος. Τα χρόνια που ακολούθησαν, το Ελληνικό Ίδρυμα Καρδιολογίας ανταποκρίθηκε πλήρως σε αυτό το στόχο μέσα από την έκδοση δυο περιοδικών, το «Στους ρυθμούς της καρδιάς» και το «Καρδιά και Αγγεία», τη διοργάνωση δυο διεθνών συνεδρίων κάθε χρόνο, ομιλιών σε σχολεία και όχι μόνο, ενημερωτικών εκδηλώσεων όπως ο «Μήνας Χοληστερίνης» καθώς και τη χορήγηση υποτροφιών σε ιατρούς με στόχο την υποστήριξη της ερευνητικής τους δραστηριότητας και μετεκπαίδευσης. Εμείς που μεγαλώσαμε στην αυλή του θυμόμαστε με νοσταλγία τις εποχές, πριν από 25 χρόνια, που με άγχος μεταφράζαμε από τα ελληνικά στα αγγλικά και από τα αγγλικά στα ελληνικά τις ομιλίες στο διεθνές Συνέδριο Κλινικής Καρδιολογίας ή που με χαρά παίρναμε σαν αμοιβή μια πρόσκληση για την επίσημη εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής ή το επίσημο δείπνο στο Ιντερκοντινένταλ. Σε κάθε περίπτωση το βάρος της ευθύνης είναι μεγάλο για όλους εμάς που συνεχίζουμε να συμμετέχουμε στο Ελληνικό Ίδρυμα Καρδιολογίας και καλούμαστε τα επόμενα χρόνια να σταθούμε αντάξιοι αυτού του κληροδοτήματος. Γιατί όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παύλος Τούτουζας στο βιβλίο του «Βίου Πορεία», κάθε άνθρωπος πρέπει να πορεύεται μακριά από πονηριά και οκνηρία και έτσι εργατικός κάθε βράδυ να κοιμάται ευχαριστημένος για το έργο της ημέρας και να απολαμβάνει τη ζωή με την εκτίμηση που έχει από την κοινωνία. Εκείνον προτρέπει ο Θεός «είσελθε εις την χαράν του Κυρίου».
Ο Παύλος Τούτουζας ήταν ένας άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος. Εγώ δεν είμαι, δεν ξέρω αν υπάρχει Παράδεισος πέρα από αυτόν που μπορούμε εμείς οι ίδιοι να δημιουργήσουμε γύρω μας σε αυτή τη Γη μαζί με τους ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπούν. Δε ξέρω αν υπάρχει κάτι μετά από αυτή τη ζωή, αν η ύπαρξή μας συνεχίζεται με κάποια άλλη μορφή πέρα από μια απλή ανάμνηση στο μυαλό ή ένα συναίσθημα στην καρδιά κάποιων ανθρώπων. Σε κάθε περίπτωση, ο καθηγητής μου, όπου και να βρίσκεται, θα βρίσκεται για πάντα μαζί μας: στην καρδιά της συζύγου του, στην καρδιά των παιδιών και των εγγονιών του, στην καρδιά των ασθενών του, στην καρδιά των μαθητών του. Και θα χαμογελάει. Με εκείνο το χαμόγελο που δε θα ξεχάσουμε ποτέ.